εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
τελεφερίκ — (télépherique). Σύστημα εναέριας μεταφοράς ατόμων με σχοινιά. Οι τροχιές του τ. ή σχοινόδρομου, αποτελούνται από δύο συρματόσχοινα, ένα για κάθε διαδρομή. Τα οχήματα είναι μικροί ξύλινοι ή μεταλλικοί θάλαμοι, με συρόμενες θύρες και μεγάλα… … Dictionary of Greek
σχοινοσιδηρόδρομος — Λέγεται και σχοινόδρομος. Σύστημα εναέριου σιδηρόδρομου για τη μεταφορά ατόμων. Η σιδηροτροχιά του σ. αποτελείται από δύο ατσάλινα σύρματα, ένα για την άνοδο κι ένα για την κάθοδο. Τα οχήματα είναι καμπίνες κατασκευασμένες από ξύλο ή από μέταλλο… … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… … Dictionary of Greek
πέραμα — Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 470 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (κάτ.) στον οποίο ανήκουν 8 κοινότητες. 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 230 μ.), στην πρώην… … Dictionary of Greek
παράτονος — η, ο / παράτονος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ανακριβής κατά τον τόνο, λανθασμένος κατά τον τονισμό 2. μουσ. ασύμφωνος μουσικά, παράφωνος, παράχορδος, κν. φάλτσος 3. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο παράτονος ισχυρό συρματόσχοινο που ξεκινά από τον λαιμό τού… … Dictionary of Greek
παραπλωτήρας — ο ναυτ. μεταλλικός πλωτήρας με σχήμα δελφινιού και εφοδιασμένος με κατάλληλα πτερύγια, για να τόν συγκρατούν σταθερά σε βάθος 5 περίπου μέτρων, ο οποίος ρυμουλκείται με συρματόσχοινα από δύο πλοία που πλέουν παράλληλα, ώστε όταν συναντούν το… … Dictionary of Greek